- ανεικονικός
- -ή, -ό1. αυτός που δεν έχει εικόνες2. (καλ. τεχν.) αυτός που δεν αναφέρεται στην εικόνα, στην όψη, αλλά στην εσώτερη ουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μάλεβιτς, Καζιμίρ Σεβερίνοβιτς — (Kasimir Severivovich Malevich, Κίεβο 1878 – Λένινγκραντ 1935). Ρώσος ζωγράφος. Σπούδασε στην Καλλιτεχνική Σχολή του Κιέβου, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μόσχας και στο εργαστήριο του Φ. Ι. Ρέρμπεργκ. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της… … Dictionary of Greek